- Ἀρχέμαχος
- Ἀρχέμαχοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρχεμάχου — Ἀρχέμαχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχεμάχῳ — Ἀρχέμαχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Archemachvs — ARCHEMĂCHVS, i, Gr. Ἀρχέμαχος, ου, (⇒ Tab. XXXI.) einer von des Priamus vielen Söhnen, den er mit einer seiner Kebsweiber gezeuget hatte. Apollod. lib. III. c. 11. §. 5 … Gründliches mythologisches Lexikon
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek